- κρομμυδοφάγος
- και κρεμμυδοφάγος, οτο ορθόπτερο έντομο Grylotalpa vulgaris που καταστρέφει τις ρίζες τών κηπευτικών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεμμυδοφάγος — ο 1. αυτός που τρώγει πολλά κρεμμύδια 2. το έντομο κρομμυδοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φάγος, χορτο φάγος] … Dictionary of Greek